κατορθώ — κατορθῶ, όω (ΑΜ) βλ. κατορθώνω … Dictionary of Greek
ακατόρθωτος — η, ο (Α ἀκατόρθωτος, ον) [κατορθῶ] νεοελλ. αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί αρχ. ο αδιόρθωτος … Dictionary of Greek
κατορθωτής — ό (ΑΜ κατορθωτής) [κατορθώ] αυτός που κατορθώνει, που εκτελεί κάτι με επιτυχία αρχ. ιδρυτής … Dictionary of Greek
κατορθωτός — ή, όν [κατορθώ] 1. αυτός που μπορεί να κατορθωθεί, πραγματοποιήσιμος, εφικτός («αυτά που λες δεν είναι κατορθωτά») 2. το ουδ. ως ουσ. το κατορθωτό η δυνατότητα τής επίτευξης ενός έργου («δώσατέ με την άδειαν ν αμφιβάλλω περί τού κατορθωτού»,… … Dictionary of Greek
κατορθώνω — (ΑΜ κατορθῶ, όω, Μ και κατορθώνω) φέρνω κάτι σε αίσιο τέλος, εκτελώ κάτι με επιτυχία, καταφέρνω να κάνω κάτι, επιτυγχάνω (α. «ύστερα από πολλές προσπάθειες κατόρθωσα να σέ συναντήσω» β. «πολλὰ καὶ μεγάλα κατορθοῡσιν», Πλάτ.) μσν. 1. μέσ.… … Dictionary of Greek
κατωρθωμένως — (Μ) επίρρ. επιτυχώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. κατωρθωμένος τού κατορθῶ] … Dictionary of Greek
κατόρθωμα — το (ΑΜ κατόρθωμα, Μ και κατόρθωμαν) [κατορθώ] 1. εξαιρετική επιτυχία μετά από επίπονη προσπάθεια, επίτευγμα (α. «θα είναι μεγάλο κατόρθωμα αν πετύχεις σ αυτές τις εξετάσεις» β. «κατορθωμάτων γινομένων τῷ ἔθνει τούτῳ διὰ τῆς σῆς προνοίας», ΚΔ) 2.… … Dictionary of Greek
κατόρθωσις — κατόρθωσις, ώσεως, η (ΑΜ) [κατορθώ] επιτυχής εκτέλεση, επιτυχία, κατόρθωμα («ἡ γὰρ τῶν πέλας ἀπειρία μέγιστον ἐφόδιον γίγνεται τοῑς ἐμπείροις πρὸς κατόρθωσιν», Πολ.) αρχ. 1. η τοποθέτηση σπασμένου ή εξαρθρωμένου οστού στη θέση του, ανάταξη 2.… … Dictionary of Greek
προκατορθώ — όω, Α [κατορθῶ] κατορθώνω, εκτελώ κάτι με επιτυχία εκ τών προτέρων … Dictionary of Greek
προσκατορθώ — όω, Α [κατορθῶ] 1. καθιδρύω ή κατασκευάζω κάτι ακόμη 2. κατορθώνω κάτι ακόμη … Dictionary of Greek