κατορθῶ

κατορθῶ
κατορθόω
set upright
pres subj act 1st sg
κατορθόω
set upright
pres ind act 1st sg
κατορθόω
set upright
pres subj act 1st sg
κατορθόω
set upright
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κατορθώ — κατορθῶ, όω (ΑΜ) βλ. κατορθώνω …   Dictionary of Greek

  • ακατόρθωτος — η, ο (Α ἀκατόρθωτος, ον) [κατορθῶ] νεοελλ. αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί αρχ. ο αδιόρθωτος …   Dictionary of Greek

  • κατορθωτής — ό (ΑΜ κατορθωτής) [κατορθώ] αυτός που κατορθώνει, που εκτελεί κάτι με επιτυχία αρχ. ιδρυτής …   Dictionary of Greek

  • κατορθωτός — ή, όν [κατορθώ] 1. αυτός που μπορεί να κατορθωθεί, πραγματοποιήσιμος, εφικτός («αυτά που λες δεν είναι κατορθωτά») 2. το ουδ. ως ουσ. το κατορθωτό η δυνατότητα τής επίτευξης ενός έργου («δώσατέ με την άδειαν ν αμφιβάλλω περί τού κατορθωτού»,… …   Dictionary of Greek

  • κατορθώνω — (ΑΜ κατορθῶ, όω, Μ και κατορθώνω) φέρνω κάτι σε αίσιο τέλος, εκτελώ κάτι με επιτυχία, καταφέρνω να κάνω κάτι, επιτυγχάνω (α. «ύστερα από πολλές προσπάθειες κατόρθωσα να σέ συναντήσω» β. «πολλὰ καὶ μεγάλα κατορθοῡσιν», Πλάτ.) μσν. 1. μέσ.… …   Dictionary of Greek

  • κατωρθωμένως — (Μ) επίρρ. επιτυχώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. κατωρθωμένος τού κατορθῶ] …   Dictionary of Greek

  • κατόρθωμα — το (ΑΜ κατόρθωμα, Μ και κατόρθωμαν) [κατορθώ] 1. εξαιρετική επιτυχία μετά από επίπονη προσπάθεια, επίτευγμα (α. «θα είναι μεγάλο κατόρθωμα αν πετύχεις σ αυτές τις εξετάσεις» β. «κατορθωμάτων γινομένων τῷ ἔθνει τούτῳ διὰ τῆς σῆς προνοίας», ΚΔ) 2.… …   Dictionary of Greek

  • κατόρθωσις — κατόρθωσις, ώσεως, η (ΑΜ) [κατορθώ] επιτυχής εκτέλεση, επιτυχία, κατόρθωμα («ἡ γὰρ τῶν πέλας ἀπειρία μέγιστον ἐφόδιον γίγνεται τοῑς ἐμπείροις πρὸς κατόρθωσιν», Πολ.) αρχ. 1. η τοποθέτηση σπασμένου ή εξαρθρωμένου οστού στη θέση του, ανάταξη 2.… …   Dictionary of Greek

  • προκατορθώ — όω, Α [κατορθῶ] κατορθώνω, εκτελώ κάτι με επιτυχία εκ τών προτέρων …   Dictionary of Greek

  • προσκατορθώ — όω, Α [κατορθῶ] 1. καθιδρύω ή κατασκευάζω κάτι ακόμη 2. κατορθώνω κάτι ακόμη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”